πολυδίνητος

πολυδίνητος
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές καμπές, πολύκαμπτος («φύλλῳ δ' ἤπειρος πολυδινήτῳ περίμετρος» — λεγόταν για την Πελοπόννησο, τής οποίας το σχήμα μοιάζει με φύλλο πλατάνου, Δίον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + δινητός (< δινῶ), πρβλ. αει-δίνητος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυρροίβδητος — ον, Α αυτός που στροβιλίζεται, που περιστρέφεται πολύ, πολυδίνητος*, ή αυτός που περιστρέφεται γρήγορα παράγοντας ταυτόχρονα πολύ θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ῥοιβδῶ «κινούμαι ορμητικά»] …   Dictionary of Greek

  • πολυδινήτοις — πολυδῑνήτοις , πολυδίνητος much whirled masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδινήτων — πολυδῑνήτων , πολυδίνητος much whirled masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυδινήτῳ — πολυδῑνήτῳ , πολυδίνητος much whirled masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”