- πολυδίνητος
- -ον, Α1. αυτός που έχει πολλές καμπές, πολύκαμπτος («φύλλῳ δ' ἤπειρος πολυδινήτῳ περίμετρος» — λεγόταν για την Πελοπόννησο, τής οποίας το σχήμα μοιάζει με φύλλο πλατάνου, Δίον.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + δινητός (< δινῶ), πρβλ. αει-δίνητος].
Dictionary of Greek. 2013.